- σελ(λ)ουλόϊντ
- το άκλ. целлулоид;
από σελ(λ)ουλόϊντ — целлулоидный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
από σελ(λ)ουλόϊντ — целлулоидный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σελ(λ)ουλόιντ — το, Ν (ακλ.) ο κελλουλοΐτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. celluloid < Celluloid, εμπορική ονομασία] … Dictionary of Greek